Wednesday, July 30, 2025

Απ’ το «μονοπάτι» στην παπάτζα (κι απ' την παπάτζα στο τμήμα).

Διαβάσαμε ότι 66χρονος «προπονητής πολεμικών τεχνών» στην Αργυρούπολη συνελήφθη για σεξουαλική παρενόχληση 17χρονης μαθήτριάς του, μετά από καταγγελία της μητέρας «της οποία δυστυχώς έχαιρε απόλυτης εμπιστοσύνης», όπως γράφουν τα άρθρα στον τύπο.
 
Το θέμα είναι πολυσύνθετο, οπότε – επαναλαμβάνοντας αγαπημένη γραφικότητα από το παρελθόν – δέστε τις ζώνες σας, γιατί θα είναι λίγο bumpy ride.
 
Εν πρώτοις, έχει να κάνει με το ότι μια οικογένεια εμπιστεύτηκε, όπως πολλές άλλες, το παιδί της σε έναν άνθρωπο με πλούσιο βιογραφικό (φαινομενικά, περισσότερα πάνω σ’ αυτό παρακάτω), προκειμένου να το καθοδηγήσει σε ένα ευγενές μονοπάτι αξιών και φυσικής αγωγής – ή ό,τι άλλο φαντάζονται οι άνθρωποι ότι μπορεί να είναι οι πολεμικές τέχνες.
 
Αυτός, λοιπόν, ο τύπος εκμεταλλεύτηκε και πρόδωσε – για να χρησιμοποιήσω κι εγώ μία από τις κλισέ φράσεις (που, στην τελική, hey – ισχύει) – αυτή την εμπιστοσύνη και κατά πάσα πιθανότητα έχει σημαδέψει το κορίτσι για μια ζωή.
 
Για τους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ ήταν μάλλον αρκετά ξεκάθαρο το ποιός είναι αυτός ο «προπονητής». Άνθρωπος με δεκαετίες στον χώρο, συνεργασίες με τοπικούς φορείς και δασκάλες ιαπωνικής γλώσσας και καλλιγραφίας, διοργανωτής σεμιναρίων και ημερίδων για τον ιαπωνικό πολιτισμό, και, και, και.
 
Νομίζω πως είναι ασφαλές να πούμε ότι ο τύπος έχαιρε εκτίμησης από την τοπική κοινωνία των Νοτίων Προαστίων, αλλά και μερίδας του χώρου των πολεμικών τεχνών (κρίνοντας από τις συνεργασίες του), όπως και ορισμένων φορέων – επισήμων και μη – της μικρής ιαπωνικής κοινότητας των Αθηνών.
 
Κοιτώντας λίγο, όμως, τα όσα, εδώ και χρόνια, γράφει δημόσια ο ίδιος προκύπτουν ορισμένα ζητήματα.
Εάν κάποιος έχει ασχοληθεί λίγο με το ιστορικό κομμάτι των ιαπωνικών πολεμικών τεχνών, θα παρατηρήσει αμέσως ότι ο τύπος δεν έχει ιδέα για ποιό πράγμα μιλάει – και αν έχει, σκοπίμως παραποιεί γεγονότα.
 
Από συνδέσεις με «αρχαίο Θιβέτ» έως το ότι αποκαλεί τον εαυτό του «Ιαπωνολόγο» και μέχρι τις νεφελώδεις αναφορές σε «κατ’ αποκλειστικότητα διδασκαλία στην Ελλάδα», ενώ «φοράει» λάθος το katana στο hakama, λ.χ., το pattern είναι λίγο-πολύ αναγνωρίσιμο: φύκια για μεταξωτές κορδέλες, για να είμαι περισσότερο συγκρατημένος – παπαριές, για να είμαι περισσότερο ειλικρινής – και προφανές cult of personality, θύμα του οποίου έπεσε και το κορίτσι στο οποίο έγινε η αναφορά στην αρχή.
 
Μαζί, όμως, με τη νεαρή, «θύματα» της κατάστασης βρίσκονται να είναι και όλοι οι υπόλοιποι που στήριζαν τις δράσεις που έτρεχε μέσω του συλλόγου (ή σέκτας, πείτε το όπως θέλετε) του Shihan, όπως αυτοαποκαλείται.
 
Η πληροφορία σήμερα είναι πολύ πιο εύκολα προσβάσιμη γενικά.
Αρκετά παλιότερα, θα έπρεπε κάποιος να παραγγείλει βιβλία αναφορικά με τις πολεμικές τέχνες από το εξωτερικό προκειμένου να αποκτήσει μια πιο σφαιρική εικόνα για το θέμα από εκείνη που μπορούσε στις εν Ελλάδι σχολές.
 
Έκτοτε, έχει προκύψει το διαδίκτυο, μαζί με τις προσπάθειες καταγραφής και τεκμηρίωσης σοβαρών ανθρώπων – όπως και τις επαφές τοπικών ασκούμενων με έγκυρες γενεαλογίες συστημάτων.
Ταυτόχρονα, μαζί με την ένταση του σήματος της πληροφορίας, έχουν πληθύνει και τα παράσιτα που παρεμβάλλονται, αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο πλέον να ισχυριστεί κανείς κάτι εντελώς ανεδαφικό σε σχέση με τις τελευταίες δύο-τρεις δεκαετίες του 20ου αιώνα.
 
Είχαμε ανθρώπους στο κέντρο της Αθήνας να λένε ότι είναι Shaolin καλόγεροι στα 90s και να γίνονται εξώφυλλα σε περιοδικά του χώρου, κάτι τέτοιο θα ήταν σχεδόν απίθανο σήμερα – χωρίς, όμως, να σημαίνει ότι δεν συμβαίνει.
 
Εν προκειμένω, όταν πια, χρόνια μετά, αναπτύχθηκαν οι κινέζικες πολεμικές τέχνες, ο ντεμέκ Shaolin έκανε rebranding και το γύρισε σε νίντζα* – κι ακόμα επιβιώνει. Δεν υπάρχει κανένας στις πολεμικές τέχνες που παίρνει αυτό το άτομο στα σοβαρά, όμως.
 
Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για τους εκτός των πολεμικών τεχνών. Διαδικτυακές και τηλεοπτικές εκπομπές, όπως και φεστιβάλ, του έχουν δώσει βήμα – και η παπάτζα συνεχίζεται (albeit, οριακά πια).
 
Και ως ένα σημείο το καταλαβαίνω, γιατί το πώς φιλτράρεται η πληροφορία, όταν δεν υπάρχει έστω και βασική γνώση, είναι ένα θεματάκι (γενικότερα, αλλά θα τα πούμε άλλη φορά γι’ αυτό).
 
Το ίδιο ισχύει και για τον «Ιαπωνολόγο», λοιπόν, με τη διαφορά ότι, πέρα από ανθρώπους και φορείς εκτός μαχητικών τεχνών, ο συγκεκριμένος είχε συνεργασίες και πάρε-δώσε με άτομα που διατείνονται ότι ανήκουν στο «σοβαρό» κομμάτι του χώρου.
 
Κι αντί να του πουν, «Τι αρχαίο θιβετανικό τζούντο, βρε βλάκα», έκαναν μαθήματα στη σχολή του. Πείτε το όπως θέλετε, εγώ το λέω «συνενοχή».
 
Κι αν είναι δύσκολο, όπως είπαμε, να ισχυριστεί κάποιος κάτι για «παραδοσιακά» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) lineages πια, είναι ΠΟΛΥ εύκολο να πει ό,τι θέλει για σύγχρονα συστήματα προσωπικής έμπνευσης.
 
Don’t get me wrong, είναι απόλυτα ειλικρινές το να διδάσκει ο οποιοσδήποτε τη δική του προσωπική έκφραση πάνω στη μαχητική κινησιολογία.
Αρκεί να την παρουσιάζει ως τέτοια, κι όχι ως jūjutsu ή karate ryū – και δεν μιλάω για την Ελλάδα μόνο προφανώς, αν και εδώ μεσουρανούν αυτά τα δύο ως «βάσεις» σύγχρονων (σ.σ.: δεν είναι διόλου τυχαίο που συμπορεύονται κι ανταλλάσσουν μεταξύ τους τίτλους, βαθμούς και ζώνες άνθρωποι που «διδάσκουν» τέτοια πράγματα).
 
Οι πολεμικές τέχνες, και δη οι κλασικές, είναι δρόμος, μονοπάτι, οδός – αυτά που λένε οι εντός και οι εκτός.
Πέρα από το ότι δεν είναι μόνο αυτό (και δεν είναι άλλα τόσα που συνοδεύουν την εικόνα στο μυαλό του μέσου ανθρώπου), το μονοπάτι είναι μεγάλο, δύσκολο, με πολλές απογοητεύσεις, ακόμα περισσότερη προσπάθεια – και με διάφορα άλλα καθ’ οδόν.
 
Είναι ένας από τους δρόμους που οδηγούν σε προορισμό παρόμοιο (ή όχι και τόσο – αλλά πάλι, άλλη συζήτηση) με εκείνους των σύγχρονων πολεμικών τεχνών και των μαχητικών αθλημάτων, δρόμοι οι οποίοι είναι εξίσου δύσβατοι και με ενδεχομένως περισσότερη προσπάθεια ως προς ένα κομμάτι της πορείας.
 
Συγγνώμη που θα χαλάσω ένα από βασικά πωλησιακά μηνύματα των σχολαρχών, αλλά οι πολεμικές τέχνες, λοιπόν, δεν είναι για όλους.
 
Δεν είναι για ανθρώπους που θέλουν να δημιουργήσουν πυρήνες προσωπολατρείας, για να τους κακοποιούν και να τους εκμεταλλεύονται.
Δεν είναι για αυτούς που, αντί να μάθουν, θέλουν να διδάξουν (ειδικά πράγματα που δεν ξέρουν).
Δεν είναι για εκείνους που φωνάζουν για το πόσα έχουν (ή όχι στην πραγματικότητα) καταφέρει.
Και δεν είναι για όσους θέλουν να πάρουν κάτι από εκείνες πέρα από το πώς να φέρουν τον εαυτό τους στο καλούπι που έφτιαξαν άνθρωποι που αιώνες πριν πέθαναν, για να αφήσουν πέντε πράγματα πίσω.
 
Όσο ο ίδιος ο χώρος επιλέγει να μην μιλάει, για να μην χαλάσει δημόσιες σχέσεις ή δεν ξέρω κι εγώ τί, τόσο 17χρονα κοριτσάκια θα κινδυνεύουν από παπάρες, και τόσο θα βρίσκουν πάτημα άνθρωποι που δεν έχουν φάει (και δεν έχουν ρίξει) μισή σφαλιάρα στη ζωή τους να μιλάνε για «πλήρη συστήματα μάχης».
 
Έλα, φτάνει πια.
 
Flame on.
 
*: εντωμεταξύ, παίζει το άτομο να νομίζει ακόμα ότι δεν είχα ιδέα για το budō rekishi του (και το τί είναι γενικά), όταν έπεσε πάνω μου στην Ιαπωνία και «πληρώθηκε με το ίδιο νόμισμα».

Sunday, July 20, 2025

Schrödinger’s Whites: Η λευκότητα ως όρος υπό αίρεση και η αποικιοκρατία του αποαποικιοκρατικού λόγου

Hot take: οι λαβαροφόροι της «αποαποικιοποίησης» εκ δυσμών είναι αποικιοκράτες.

Τί εννοεί ο ποιητής; Κατά βάση το ότι αρνούνται να δουν τις διαφορετικές πρακτικές (και την εξέλιξή τους) στην από ‘δώ μεριά του Ατλαντικού, βάζοντας στον ίδιο τορβά τον Βρετανό με τον Βούλγαρο – βασισμένοι σε μια υποθετική «λευκή κουλτούρα», αγνοώντας, εν προκειμένω ας πούμε, το ότι η μεν Βρετανία ήταν κραταιά αυτοκρατορία (κι αποικιοκρατική δύναμη), ενώ το κοντινότερο claim της Βουλγαρίας σε αντίστοιχο τίτλο έφτασε βαριά τον μισό πληθυσμό της Αττικής. Παράλληλα, αμέσως μετά την πτώση της, η Βουλγαρία απορροφήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία – ενώ «αν ήταν κάποιος άλλος πιο πονηρεμένος από εμένα», θα έλεγε ότι οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα ήταν «αποαποικιοποιητικές» από τους γηγενείς πληθυσμούς κάθε περιοχής.
 
Αλλά, φευ – τέτοιες συζητήσεις τρώνε αυτόματα τη στάμπα της «λευκής υπεροχής» και, σωστά μαντέψατε, της «αποικιοκρατικής σκέψης». Προσπερνάω το ότι να συζητάμε για «λευκότητα» με την έννοια του όρου στις (ΟΚΤ)ΗΠΑ* εν Ελλάδι είναι τουλάχιστον αστείο (αλλά μάλλον θα τα πούμε άλλη φορά), και στέκομαι στο ότι ακόμα και όροι όπως BIPOC (Black, Indigenous, People of Color) έχουν αρχίσει να εμφανίζονται σε κείμενα γραμμένα στα ελληνικά για την ελληνική πραγματικότητα.
 
Ο όρος BIPOC είναι προφανώς γέννημα του γίγνεσθαι σε μια έκταση όπου οι γηγενείς πληθυσμιακές ομάδες της – πώς να το κάνουμε – δεν ήταν λευκές, ενώ το υπερατλαντικό δουλεμπόριο έφερε σ’ εκείνα τα μέρη ακόμα περισσότερη φαινοτυπική – και πολιτιστική – ποικιλομορφία (ενώ παραλείπεται συχνά το ποιοί ακριβώς πουλούσαν ανθρώπους σε Ισπανούς, Άγγλους, Πορτογάλους κλπ., αλλά – ξέρετε, για την υγρασία θα τα πούμε άλλη φορά), και ούτω καθεξής. Και ναι, συμφωνούμε στο ότι έχει δόκιμη εφαρμογή σε πρώην (και νυν) αποικίες, όπου οι ντόπιοι δεν είναι λευκοί.
 
Στην ελληνική (και γενικότερα βαλκανική) συνθήκη, η ταύτιση με τη «λευκότητα» δεν υπήρξε ποτέ δεδομένη. Ήταν και παραμένει υπό αίρεση – εξαρτώμενη από το ποιός κοιτάζει, πότε, και με ποιά ιδεολογική σκοπιμότητα. Ειδικά στη βορειοαμερικανική και βορειοευρωπαϊκή φαντασιακή, η αποδοχή των Ελλήνων, Ιταλών, Αρμενίων ή Βαλκάνιων ως «λευκών» ήταν πάντοτε ρευστή, μετεωριζόμενη μεταξύ αποδοχής και αποκλεισμού – the whole nine: φυλετικοποίηση, othering κλπ. Για αυτόν τον λόγο, προσωπικά μας αποκαλώ Schrödinger’s Whites: λευκοί και μη-λευκοί ταυτόχρονα, ανάλογα με τη γωνία παρατήρησης.
Η κατηγορία της λευκότητας δεν είναι ουδέτερη, δεν είναι ιστορικά σταθερή, ούτε και πολιτισμικά ενιαία. Μιλάμε για μια κατασκευή που λειτουργεί αποκλειστικά για τη διατήρηση ιεραρχιών – και η ένταξη σε αυτή απαιτεί συμμόρφωση, σιωπή, και αποδοχή της κυρίαρχης κοσμοθεωρίας. Όταν οι Νοτιοανατολικοί Ευρωπαίοι αποκλίνουν από αυτό το πρότυπο – όταν διεκδικούν λόγο, ιδιαιτερότητα ή (χειρότερα) πολιτισμική και πολιτική αυτενέργεια – η «λευκότητά» τους αίρεται.
 
Αυτή η συνθήκη γίνεται ακόμη πιο προβληματική όταν εισάγονται όροι όπως το BIPOC στον ελληνικό δημόσιο λόγο, χωρίς καμία αναστοχαστική προσαρμογή στο τοπικό ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο. Όχι μόνο δεν αντικατοπτρίζει την ελληνική πραγματικότητα, αλλά αποτελεί στην ουσία μια μορφή γνωσιακού ιμπεριαλισμού, κατά την οποία ο βορειοαμερικανικός αντιρατσιστικός λόγος επιβάλλεται ως καθολικός, χωρίς να αφήνει χώρο για τις πολυπλοκότητες άλλων γεωγραφιών.
 
Το οξύμωρο είναι ότι ακριβώς αυτός ο λόγος παρουσιάζεται ως «αποαποικιοκρατικός», ενώ στην ουσία λειτουργεί αποικιοκρατικά – διαγράφει την ιστορική ιδιαιτερότητα των άλλων κοινωνιών, προβάλλοντας το αμερικανικό παράδειγμα ως παγκόσμιο. Μέσω της κυριαρχίας των ΜΜΕ, της κουλτούρας των social media, αλλά και της κυριαρχίας της αγγλόφωνης ακαδημαϊκής παραγωγής, βλέπουμε μια άτυπη αλλά σαφέστατη πολιτισμική αποικιοκρατία λόγου.
 
Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού περιθωρίου, βιώνει αυτή τη διπλή αποσιώπηση – αφενός, ως μη πλήρως «λευκή» από τους φορείς της κυρίαρχης αφήγησης, και αφετέρου, ως μη αρκετά «μη λευκή» για να της αναγνωριστεί ο δικός της λόγος εντός του «BIPOC πλαισίου». Αυτή η ενδιάμεση θολή θέση είναι ουσιαστική για την κατανόηση της δομικής υποκρισίας της παγκόσμιας αντιρατσιστικής αφήγησης όταν αυτή εξάγεται άκριτα.
 
Αν θέλουμε όντως αποαποικιοποίηση, αυτή δεν μπορεί να προέλθει από την αντιγραφή ενός άλλου αφηγήματος εξουσίας. Οφείλει να ξεκινήσει από την ανάδυση τοπικών, ενσώματων, υλικών εμπειριών. Από την ίδια την «περιφέρεια», με τους δικούς της όρους. «Απ’ τον δρόμο, δρόμο – για τον δρόμο, δρόμο.»
Κι ίσως τελικά να είναι καιρός να πάψουμε να αναρωτιόμαστε αν «είμαστε λευκοί» ή «μη λευκοί» στα μάτια της Δύσης, και να αρχίσουμε να μιλάμε με τη δική μας φωνή, σε γλώσσα που δεν ζητά την έγκριση κανενός.
 
Flame on.
 
*: (Όχι Και Τοσο) Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Προφανώς.

Friday, December 6, 2024

06.12.2024

Σήμερα, δεν γιορτάζω την ονομαστική μου εορτή. Όχι γιατί έχω κάτι προσωπικό με το όνομά μου ή με όσους θέλουν να τη θυμούνται – αλλά γιατί δεν ακολουθώ τα χριστιανικά τυπικά. Το έχω αφήσει πίσω μου εδώ και καιρό. Αλλά ακόμα κι αν δεν το είχα, η 6η Δεκεμβρίου δεν είναι πια μέρα γιορτής· είναι παγιωμένα μέρα μνήμης. Είναι η μέρα που το όνομα του Αλέξη Γρηγορόπουλου γίνεται σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη γενιά. Και οι της αμέσως προηγούμενης, δεν ξεχνάμε τι έγινε το 2008, ούτε το τί αντιπροσωπεύει.

Η ίδια συστημική αδικία που οδήγησε στον θάνατο του Αλέξη είναι η ίδια που αναδεικνύεται στον τρόπο που ο κόσμος αντέδρασε στην εκτέλεση του Brian Thompson, CEO της UnitedHealthcare, κι έρχεται να μας υπενθυμίσει μια ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα. Ο Thompson δεν ήταν απλώς ένας άνθρωπος με επιρροή αλλά ένα σύμβολο ενός συστήματος που για πολλούς ενσαρκώνει την απληστία και την έλλειψη ενσυναίσθησης. Ο θάνατός του πυροδότησε αντιδράσεις, όχι μόνο για το ίδιο το γεγονός, αλλά για το τι αντιπροσωπεύει: τη σύγκρουση ανάμεσα σε ένα σύστημα που βασίζεται στο κέρδος και την οργή μιας κοινωνίας που νιώθει αόρατη και παραμελημένη. Δεν είναι θέμα «δικαίωσης» ή «τιμωρίας», αλλά ένα σημάδι πως οι ρωγμές στο θεμέλιο ενός άδικου κόσμου γίνονται όλο και πιο εμφανείς.

Όταν πρωτοέσκασε η είδηση, οι αντιδράσεις ακολούθησαν το τυπικό μοτίβο. Καταδίκες, σοκ, αναλύσεις για την «ακραία πόλωση της κοινωνίας» και το «πώς φτάσαμε ως εδώ». Λες και οι τελευταίες δεκαετίες δεν μας έδωσαν αρκετά σημάδια. Λες και ο ίδιος ο καπιταλιστικός πυρήνας του αμερικανικού συστήματος δεν ήταν πάντα εκεί, έτοιμος να εκραγεί. Το αστείο –αν μπορείς να το πεις έτσι– είναι ότι όλοι κάνουν ότι πέφτουν από τα σύννεφα. Αλλά δεν υπάρχουν σύννεφα εδώ, μόνο μία καταιγίδα που ερχόταν με μαθηματική ακρίβεια.

Παράλληλα, όμως, υπήρξε κι ένα άλλο είδος αντίδρασης. Ένα υποβόσκον κύμα από θετικά –σχεδόν θριαμβευτικά– σχόλια σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και forums, που αντιμετώπισαν το συμβάν ως «κάθαρση» ή ως μια δίκαιη τιμωρία για έναν άνθρωπο που προσωποποιούσε την απληστία και την ανηθικότητα του συστήματος. Τα μηνύματα έρχονταν όχι μόνο από ακτιβιστές ή εξοργισμένους πολίτες που είχαν βιώσει την αδικία του αμερικανικού συστήματος υγείας, αλλά ακόμα και από εργαζόμενους στον χώρο της υγείας, οι οποίοι είχαν δει από πρώτο χέρι πώς οι πολιτικές της UnitedHealthcare κατέστρεφαν οικογένειες. Αυτές οι «θετικές» αντιδράσεις, όσο σοκαριστικές κι αν φαίνονται, είναι απολύτως ενδεικτικές της κούρασης και της οργής που συσσωρεύονται σε μια κοινωνία όπου το κέρδος έχει μεγαλύτερη αξία από την ανθρώπινη ζωή.

Παρά το σοκ που εξέφρασαν τα ΜΜΕ και οι επίσημες δηλώσεις από τα μεγάλα εταιρικά γραφεία, αυτή η “υπόγεια επιδοκιμασία” έχει ιδιαίτερο βάρος. Είναι η φωνή μιας κοινωνίας που νιώθει ότι η φωνή της έχει πνιγεί για δεκαετίες, ενός πληθυσμού που βλέπει τη ζωή του να συνθλίβεται από ένα σύστημα που μοιάζει να νοιάζεται μόνο για την ατέλειωτη συσσώρευση πλούτου από ελάχιστους. Η θετική αντίδραση προς ένα τέτοιο ακραίο γεγονός υποδεικνύει ότι οι μάζες όχι μόνο νιώθουν παραμελημένες, αλλά αρχίζουν να θεωρούν ότι οι συνηθισμένοι μηχανισμοί διεκδίκησης και αλλαγής είναι άχρηστοι. Και όταν ο κόσμος νιώθει ότι δεν υπάρχει ελπίδα από τον “πολιτισμένο” διάλογο, στρέφεται σε πράξεις που μέχρι πρόσφατα φάνταζαν αδιανόητες.

Αυτή η πραγματικότητα δεν είναι απλώς ένα αμερικανικό φαινόμενο. Είναι ένα παγκόσμιο μοτίβο. Ο Thompson ήταν απλώς η αιχμή του δόρατος σε ένα σύστημα που υπάρχει και αλλού – από τις διαλυμένες δομές υγείας στις αναπτυσσόμενες χώρες μέχρι τις αυξανόμενες ανισότητες στην Ευρώπη. Όμως, η Αμερική, λόγω της ηγετικής της θέσης στον παγκόσμιο καπιταλισμό, παραμένει η πρωτοπόρος αυτού του άδικου μοντέλου. Και όταν η “μητέρα του συστήματος” αρχίσει να ραγίζει, το ντόμινο δεν θα αργήσει να εξαπλωθεί. Αν κοιτάξεις τις μεγάλες στιγμές ανατροπής της Ιστορίας, θα δεις πάντα το ίδιο μοτίβο: ένα μικρό περιστατικό γίνεται σύμβολο για μια μεγάλη κρίση. Και η εκτέλεση του Thompson ίσως να είναι ακριβώς αυτό – το πρώτο ράγισμα στον γυάλινο πύργο των εταιρικών ελίτ.

Η τραγική ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι αυτές οι αντιδράσεις –από την κατακραυγή των ΜΜΕ μέχρι τη θριαμβολογία των πολιτών– δεν πρόκειται να φέρουν άμεσα καμία αλλαγή. Το σύστημα δεν λειτουργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ακούει τις κραυγές του κόσμου. Είναι σχεδιασμένο να αντέχει· να απορροφά τις κρίσεις μέχρι να τις ξεχάσουμε. Όμως, κάθε φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο, η πίεση συσσωρεύεται. Και όπως ένα ηφαίστειο που φαίνεται ακίνητο για δεκαετίες, έτσι κι αυτό το σύστημα κάποια στιγμή θα εκραγεί.

Η ερώτηση, λοιπόν, δεν είναι αν θα υπάρξει ανατροπή, αλλά πόσο καταστροφική θα είναι. Γιατί αν οι ηγέτες μας συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν τα πάντα σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα, τότε δεν έχουν μάθει το βασικότερο μάθημα της Ιστορίας: το πιο σίγουρο τέλος για κάθε άρχοντα είναι να καταλήξει θύμα της δικής του αλαζονείας.

Η 6η Δεκεμβρίου, καιρό τώρα, δεν είναι απλώς μια ημερομηνία στο ημερολόγιο. Είναι μια μέρα που φέρει βαρύτητα, είτε λόγω ενός ονόματος που γιορτάζεται, είτε λόγω ενός ονόματος που χάθηκε άδικα. Ταυτόχρονα, είναι και μια στιγμή για να σκεφτούμε τι αντιπροσωπεύει ένα σύστημα που παράγει θύματα και θύτες. Είναι μια υπενθύμιση πως όσο υπάρχουν αυτές οι ανισότητες, το όνομα και η μνήμη – είτε ατομικά, είτε συλλογικά – θα παραμένουν κίνητρα για αναζήτηση δικαιοσύνης.

Flame on.

 


Saturday, May 2, 2020

Δεν ξέρω.


Δεν ξέρω, δεν γράφω ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Δεν γράφω raps, δεν γράφω (προφανώς) στο blog, δεν γράφω συχνά στο Facebook page οτιδήποτε περισσότερο από σκόρπιες παπαρίτσες, με τελευταίο μακρόσυρτο post πριν δύο χρόνια (το οποίο και θα φάει το quoting της αρκούδας). Θέλεις το καθημερινό 9-to-5; Θέλεις το ότι δεν είμαι κι ο πιο up to date τύπος με το τί συμβαίνει στο σύγχρονο ελλαδικό τοπίο; Θέλεις κι εγώ δεν ξέρω τί; Είναι ό,τι είναι – το έχω αποδεχτεί· δεν ήμουν ποτέ και τρομερά παραγωγικός σ’ αυτό το κομμάτι. Από την άλλη, μετά από 40+ μέρες κατ’ οίκον (τρόπον τινά, γιατί το Β6 πήγε σύννεφο – περισσότερα πάνω σ’ αυτό αργότερα), μαζί με αρκετό διάβασμα και περισυλλογή, πέντε-έξι-δέκα-τρεις-whatever σκέψεις άρχισαν να παίρνουν σχήμα, μορφή και λίγο διαφορετική υπόσταση από απλές σκέψεις (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Feast your eyes, it’s the march of the beast.

                Η γενική αλήθεια είναι ότι με προβληματίζει το να μοιράζομαι την άποψή μου σε τέτοια θέματα πια. Γι' αυτό, λοιπόν, γίνεται πλέον σπάνια.
Αρχικά, το «σε τέτοια θέματα πια» παίρνει εύκολα πόδι από την ως άνω παράθεση. True story, κατά κύριο λόγο, δεν εκφράζομαι με δημόσιο γραπτό λόγο σχεδόν για τίποτα πια. ΟΚ, δεν σας νοιάζει κιόλας, αλλά – για να παραθέσω και πάλι κομμάτι της ίδιας ανάρτησης – «η αλήθεια τελικά είναι ότι αυτό θα 'πρεπε να σας προβληματίζει.»

Τί διάολο μπορεί να συνέβη;

Προφανώς και δεν πατήθηκε ένα κουμπάκι, κι απλά έκλεισε το μηχάνημα. Στην πραγματικότητα, το μηχάνημα δεν σταμάτησε ποτέ να λειτουργεί. Άλλαξε modus operandi, όμως. Ποιό είναι αυτό; Those that seek, shall find. 

«Τί φάση, όμως;»

«Φάση τετραφασική» - για τους μύστες. 

Εν μέσω κρίσης COVID-19, έχουν χυθεί τόνοι διαδικτυακής μελάνης. Από στατιστικές και οδηγίες προς ναυτιλλομένους, μέχρι τα φοβερά περί 5G και Illuminati. Και μέσα σ’ όλα αυτά, φωνές – κραυγές, καλύτερα – για στημένα παιχνίδια, χακαρισμένες συνομιλίες πολιτικών που αποδεικνύουν ότι θέλουν να μας τσιπάρουν, οι κρυφές προσπάθειες του Τραμπ και του Πούτιν κατά των δαιμόνων, οι ψεύτικοι θάνατοι, τα μονταρισμένα πλάνα («μάσκα, ξεκάθαρα») από τη Θεσσαλονίκη – και το πώς το Facebook και το YouTube θέλουν να φιμώσουν τις φωνές έγκριτων επιστημόνων που πηγαίνουν κόντρα στη Νέα Τάξη Πραγμάτων (σ.σ.: δοκιμάστε να διαβάσετε την πρόταση με μια ανάσα, your new challenge, μετά τα τόσα). Κι όχι τίποτα, έχεις και μια κυβέρνηση που κομπάζει για το πόσο καλά τα πήγε η χώρα, ενώ επαρκείς εξηγήσεις για το «Σκοιλ Ελικικού» και τον «μέτζη του νέουκτη» θα ψάχνουμε μέχρι να βγάλω δίσκο. Όχι ότι περιμέναμε κάτι περισσότερο από υπουργικό σχήμα, το οποίο συμπεριλαμβάνει τον τύπο που πουλούσε νανογιλέκα, αλλά – ‘ντάξ.

Αλλά, ρε φίλε, δεν ξέρω πότε γίναμε κι ειδικοί στα After Effects, για να εντοπίζουμε μάσκες σε ζωντανή μετάδοση; Ή πότε βρήκαμε τις άκρες κι έχουμε πρόσβαση σε κρυφές συνομιλίες υψηλά ιστάμενων πολιτικών προσώπων της χώρας;

Εύκολο στο να απαντηθεί.

Ποτέ.

Όπως κι εγώ κάνω, άλλωστε, στο συγκεκριμένο κείμενο, αποψάρες πετάμε όλοι. Λέμε/γράφουμε αυτό που θεωρούμε πως συμβαίνει για το αντικείμενο, το οποίο εκφραζόμαστε. Έχουμε (και) νομικό δικαίωμα στην άποψη, αλλά αφ’ ενός αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει (και μπορούμε) να έχουμε άποψη για όλα, κι αφ’ ετέρου δεν καθιστά την όποια άποψη σχηματίζουμε χωρίς καμμιά – ή ελάχιστη – γνώση για το αντικείμενο που αναφέρεται, έγκυρη ή αξιοσέβαστη. Είμαι της άποψης (
heh) πως έχει παρεξηγηθεί το «σέβομαι το δικαίωμα στην άποψη». Όπως έγραψα λίγο πριν, είναι νομικά κατοχυρωμένο το δικαίωμα στην άποψη, αλλά σε καμμιά περίπτωση αυτό δεν σημαίνει πως όλες οι απόψεις έχουν την ίδια βαρύτητα ή είναι άξιες σεβασμού. Ας πούμε, ο David Icke εκφράζει εδώ και χρόνια την άποψη του ότι διάφοροι ηγέτες ανά την υφήλιο είναι μέλη σαυροειδών illuminati, που συνωμοτούν κατά της ανθρωπότητας. As far as I’m concerned, η άποψη του Icke είναι για τα πανηγύρια, γιατί δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεδειγμένο γεγονός ή επιστημονικό εύρημα. Βέβαια, το τί πιστεύω εγώ για τον Icke, δεν έχει εμποδίσει χιλιάδες κόσμου (κάποιοι εκ των οποίων διαβάζετε αυτές τις γραμμές τώρα) από το να κοινοποιεί τα σενάρια του τύπου για το 5G και τον κορωνοϊό. Συμφωνείτε με όσα λέει; Καλά κάνετε, το ίδιο κι ο Δημοσθένης Λιακόπουλος – χρόνια τώρα. 

«Μα, το
Facebook και το YouTube κατεβάζουν απόψεις που…»

Δεν ξέρω αν το έχετε καταλάβει, αλλά
το
Facebook και το YouTube δεν είναι δημόσια κοινωνικά αγαθά. Είναι επιχειρήσεις, και ακολουθούν συγκεκριμένες γραμμές που κρίνουν πως πρέπει να ισχύουν. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε Facebook, YouTube, Instagram ή whatever. Όταν ανοίγαμε λογαριασμούς στα εν λόγω μέσα, σκιπάραμε με ταχύτητα Anser στα 140 BPM τους όρους χρήσης. Γι’ αυτό και κάθε χρόνο βλέπουμε να αναπαράγεται αυτή η πίπα για «τη δημόσια οντότητα» με το «δεν δίνω την άδεια στο Facebook» - την ώρα που του έχουμε δώσει άδεια σχεδόν μέχρι και για να μας γαμήσει από τη μέρα που πατήσαμε “I accept”, χωρίς να έχουμε διαβάσει τί σκατά we’re accepting. Οι πλατφόρμες αυτές, λοιπόν, θα κατεβάσουν ό,τι θεωρούν πως είναι δυνητικά επικίνδυνο – γιατί, συγγνώμη κιόλας, απόψεις σαν αυτές του Icke (ή του Alex Jones ή του Rashid Buttar ή του Μιχαλολιάκου, for that matter) μάλλον είναι επικίνδυνες. Τους αφαιρείται μια πλατφόρμα, αλλά δεν τους στερεί κανένας το δικαίωμα της άποψης. Το World Wide Web είναι αχανές, και χώροι φιλοξενίας πάσης φύσεως απόψεων υπάρχουν άφθονοι – για να μην μιλήσουμε για το Dark Web. Αν εγώ, με τις περιορισμένες μου γνώσεις, βλέπω συνωμοσίες με το 5G και κρυφά σχέδια ισλαμοποίησης της χώρας, ενώ παραβλέπω το ότι ο κλάδος της εστίασης, π.χ., θα μείνει μισός, και οι σχετιζόμενοι με το θέαμα στην κυριολεξία απαγορεύεται να εργαστούν, καλά κάνω (ή όχι, αλλά για την υγρασία θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορα για ακόμα μια φορά, τα σέβη μου στον Γρηγόρη Μηλιαρέση). Αυτές, όμως, οι αποψάρες μου μάλλον έχουν θέση σε άλλους χώρους κι είναι λίγο ανεύθυνο να αναπαράγονται σε μεγάλη κλίμακα. 

Τη Δευτέρα βγαίνουμε από την καραντίνα. Πώς βγαίνω εγώ προσωπικά; Δεν ξέρω, ίσως τέσσερα κιλά πιο ελαφρύς (ένεκα του Β6), πέντε βιβλία πιο φορτωμένος – κι ένα κείμενο πιο βαρύς. Δεν ξέρω πως θα εξελιχθεί το όλο θέμα, and that’s fine. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να μην ξέρουμε. Δεν γίνεται να ξέρουμε (για) τα πάντα, δεν μπορούμε να έχουμε άποψη για το οτιδήποτε - έκαστος εφ’ ω ετάχθη. Την έχουμε πατήσει όλοι ουκ ολίγες φορές, κι έχουμε εκσφενδονίσει απίστευτες πίπες. Ας δούμε λίγο ποιά είναι τα κριτήρια μας για το οτιδήποτε, κι ας παραδεχτούμε σε κάποια φάση πως το γεγονός ότι κάτι συμφωνεί με τα προσωπικά μας πιστεύω δεν το καθιστά και γεγονός. Είναι κάτι από τα παραπάνω οτιδήποτε περισσότερο από την προσωπική μου άποψη; Σαφώς κι όχι, και δεν περιμένω από κανέναν να την ασπαστεί ή να μην την αμφισβητήσει. The catch is that it should be done accordingly.

Ή τουλάχιστον έτσι λεν οι παλιότεροι.

Flame on, τα λέγαμε.


Tuesday, February 17, 2015

Stop the Spear

Πήγα Δημοτικό τον Σεπτέμβρη του '85. Ήμουν ένα στρουμπουλό happy-go-lucky σχιστομάτικο παιδί και η μόνη έννοια μου ήταν το παιχνίδι κι η χαρά για το ότι είμαι μεγάλος πια και πάω σχολείο. Πρώτες μέρες ακόμα, και --θέλεις το ότι ήμουν μπούλης, θέλεις το ότι προφανέστατα το κινεζάκι ξεχώριζε εμφανισιακά-- έφαγα το ξύλο της αρκούδας. No kidding, το πόσες φορές το κεφάλι μου κοπανήθηκε στο πάτωμα του διαδρόμου δεν το θυμάμαι ακριβώς - αλλά θυμάμαι όλη την απαξίωση και τον εξευτελισμό (θα έλεγα ότι θυμάμαι και τον σωματικό πόνο, αλλά θα έλεγα ψέμματα - και, γαμήστε με --με δύο μυ). Θυμάμαι, επίσης, το ότι αισθανόμουν πως όλο εκείνο το θέμα ήταν κατάφορα άδικο. Και προφανώς ήταν, δεν υπήρχε καμμία δικαιολογία για τόσο ξύλο. As a matter of fact, δεν υπήρχε δικαιολογία για ξύλο γενικότερα. Ή για κοροϊδία. Ή για χάχανα. Ή για whatever. Δεν υπήρχε δικαιολογία για αυτό που, κατά το αγγλοσαξονικό, λέμε bullying (το λογοπαίγνιο που ενδεχομένως προκύπτει με τη λέξη μπούλης το προσπερνώ). Πέντε χρόνια μετά, κι αφού είχα διαβάσει ό,τι υπήρχε στην ελληνική βιβλιογραφία --και κάποια πράγματα από ξένη-- για το θέμα των πολεμικών τεχνών, πέρασα το κατώφλι της σχολής της γειτονιάς. Γιατί; Γιατί δεν ήθελα να με ξανατραμπουκίσει, όπως το '85, κανένας. ΚΑΝΕΝΑΣ. Κανένα παιδάκι δεν άξιζε τέτοια μεταχείριση και έγινε σκοπός μου το να είμαι έτοιμος για την οποιαδήποτε ενδεχόμενη παρόμοια κατάσταση --και για 'μένα, και για όποιον βρισκόταν σ' αυτή.

Η φύση φάνηκε γενναιόδωρη με την πάρτη μου, και, μέχρι το τέλος του Γυμνασίου, είχα φτάσει στις διαστάσεις που έχω μέχρι σήμερα. Κι ενώ στις δυο πρώτες τάξεις υπήρξαν ξανά περιστατικά --γιατί, hey - κινεζάκι, περίεργο πράγμα ακόμα--, αφενός ήμουν πια έτοιμος, αφετέρου ήμουν αρκετά low profile για να περνάω γενικά απαρατήρητος. Στην τρίτη τάξη, όμως, την είδα λίγο αλλιώς τη δουλειά. Συγκεκριμένοι συμμαθητές συνέχιζαν να είναι στόχος πειραγμάτων, χειροδικίας, whatever, χωρίς να μπορούν ουσιαστικά να κάνουν κάτι (γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς -- τί να έκαναν, να το έλεγαν στη φιλόλογο;). Κάποιος καριόλης, λοιπόν, έπρεπε να κάνει κάτι γι' αυτό. Και έγινα κι εγώ bully. Bully των bullies. Χτυπούσαν τον Λ.; Έφευγαν κλωτσιές. Κοπανούσαν τον Π.; Άνοιγαν μύτες. Με το δίκιο σας, θα μου πείτε, "Είναι λύση αυτό τώρα;". Με το δίκιο σας, προφανώς και δεν είναι. Με το δίκιο μου, προφανώς και είναι. Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι και si vis pacem, para bellum (και παρακαλώ πολύ, spare me the patriarchical society references, γιατί καλό θα ήταν να θυμόμαστε πως οι μεγαλύτερες πολεμικές μηχανές που πέρασαν απ' αυτή τη χερσόνησο --βλ. Σπαρτιάτες--έφευγαν με την ασπίδα απ' το χέρι της μάνας τους). Ισορροπία του τρόμου; Ενδεχομένως, αλλά, λ.χ., δεν είχα να προτείνω κάτι καλύτερο στον Λ., τον οποίον και προανέφερα -- "ξεκίνα μαθήματα".



Το άνω ιδεόγραμμα διαβάζεται wu στα κινέζικα, bu/mu (κι ενίοτε take) στα ιαπωνικά. Σημαίνει στρατιωτικός/πολεμικός - είναι το πρώτο συνθετικό του 武術, wushu στα κινέζικα, bujutsu στα ιαπωνικά - πολεμικές τέχνες (κι εδώ θα 'ταν καλό να προσέξετε τη σύνδεση πολεμικών και στρατιωτικών τεχνών, αλλά αυτό είναι θέμα από μόνο του). Απ' την άλλη, το 武 αποτελείται από τα ιδεογράμματα 止, σταματώ, και 戈, λόγχη. Essentially, πολεμικός/στρατιωτικός είναι "αυτός που σταματάει τη λόγχη". And let's be real, δεν σταματάς τη λόγχη αν δεν ξέρεις πως δουλεύει η γαμημένη. Si vis pacem, para bellum.

Mε την πάροδο των χρόνων, βλέπω ότι γίνομαι λιγότερο ανεκτικός σε άδικες συμπεριφορές --είτε αυτό λέγεται bullying, είτε λέγεται δεν ξέρω πως να μιλήσω σε μεγαλύτερους, είτε δεν ξέρω πότε πρέπει να το βουλώνω, είτε whatever. Ομολογουμένως, δεν πάω και με τον σταυρό στο χέρι - έχω κι εγώ τα θέματα του παρελθόντος μου (αλλά για την υγρασία θα μιλήσουμε άλλη φορά, respect στον Γ. Μηλιαρέση). Και δεν είναι το μέγεθός μου, δεν είναι η εμφάνισή μου --είναι ότι κάποτε αποφάσισα ότι δεν ανέχομαι να κοπανάνε το κεφάλι μου στο πάτωμα, φωνάζοντας, "Γλείψ' το, Κινέζε." Κι έκανα κάτι γι' αυτό. Όπως έκανε κι ο Λ., ο οποίος όντως ξεκίνησε μαθήματα --για να φτάσει να γίνει και επιτυχημένος επαγγελματίας, και ο πιο υψηλόβαθμος μετά τον Δάσκαλό του.


Είναι κακό το bullying. Είναι κακό το οτιδήποτε έχει να κάνει με άσκηση βίας - σωματικής και ψυχολογικής, σε άντρες και γυναίκες. Just keep in mind, όμως, ότι δυο λέξεις και μια άποψη δεν αρκούν --do something to face the music.


Learn how to stop the fuckin' spear.


Flame on.

Thursday, December 4, 2014

Στην Αθήνα --

-- έχω φίλους, δεν έχω γνωστούς.

Παραφθορά ατάκας του Τάκη, γιατί συμβαίνει το εξής - βρίσκομαι εδώ και δυό (και κάτι) μήνες στην Αθήνα. Λέω πως ζω εδώ πλέον, και, όχι τίποτα άλλο, είναι θέμα επιβίωσης. Άνεργος στη Θεσσαλονίκη για μήνες, βρέθηκε ένας άνθρωπος να μου πει, "μάζεψέ τα κι έλα". Ε, και το έκανα.

Δεν έχω να πω πολλά, απλά θέλω να δώσω ένα "ευχαριστώ" στους ανθρώπους που με έχουν κάνει να αισθάνομαι ότι μεγάλωσα στον Βύρωνα, ξέρουν ποιοί είναι. Και μια ειδικότερη αναφορά σ' αυτόν που μου επιτρέπει να λιώνω τον καναπέ του μέχρι να σταθώ ξανά στα πόδια μου - ο μεγάλος στρατηγός, ο coach, ο αδελφός.

Να είμαστε καλά, και ξανά προς τη δόξα τραβά.

Στην Αθήνα έχω φίλους.

Flame on.

Thursday, September 11, 2014

11η Σεπτεμβρίου

Where were you on 9/11?

Ερώτηση που έχει παίξει από Αμερικανούς φίλους - κυρίως Νεοϋρκέζους, και κυρίως σε ρητορικό επίπεδο.

Πού ήμουν; Νεοσύλλεκτος στην Τρίπολη, στη δεύτερη εβδομάδα βασικής εκπαίδευσης. "Ρε φίλε, πήγαμε φαντάροι και τώρα βρήκε να ξεκινήσει ο Γ' Παγκόσμιος Πόλεμος". Η ατάκα αυτή έπαιζε σε διάφορες παραλλαγές για κάποιες μέρες, ενώ τα δελτία ειδήσεων αναφερόταν συνεχώς (και δικαιολογημένα) στην επίθεση με ανάλογες επικεφαλίδες. Ήταν, βέβαια, και ο θάνατος του Στέλιου Καζαντζίδη εκείνες τις ημέρες, με τις οθόνες να μοιράζονται - το πάνω μισό "επίθεση του Μπιν Λάντεν [sic]" και το κάτω μισό "έφυγε ο Στέλιος".


"Τώρα πήγαμε φαντάροι και βρήκε να ξεκινήσει ο Γ' Παγκόσμιος".

Άσχετα με το αν ο πόλεμος είχε ξεκινήσει ήδη απ' τα τέλη των 80s. Άσχετα απ' το ότι ήταν οι μέρες των παχιών αγελάδων ακόμα, λίγο πριν περάσουμε στο ευρώ - όταν ακόμα η ατάκα "θα πάρω ένα καταναλωτικό, μωρέ - θέλω να πάω για κάτι ψώνια στο Λονδίνο" ήταν καθ' όλα viable.

Κι εκεί που δεν ήξερε κανείς τον bin Laden, ξαφνικά έγινε household name για πάνω από 10 χρόνια. Και, φυσικά, πώς να ξέρει τον bin Laden; Είχαμε ήδη πόλεμο, σε άλλο επίπεδο. Απόλυτα δικαιολογημένος ο συνάδελφος νεοσύλλεκτος που είπε, "Για τον Καζαντζίδη το κάναμε, ε;", μετά την ενός λεπτού σιγή για τα θύματα των Πύργων.

Τα φοβερά αντανακλαστικά του υπευθύνου προγράμματος συγκεκριμένου τηλεοπτικού σταθμού μου έχουν μείνει χαραγμένα. Στον όλο χαμό με τα περί Αφγανιστάν και την πληθώρα ειδικών στα παράθυρα, γιατί - φυσικά - κι απ' αυτό είμαστε, υπήρξε τύπος που πέταξε εμβόλιμα στο πρόγαμμα του σταθμού του το "Rambo III", την ταινία που είναι "αφιερωμένη στους ένδοξους πολεμιστές Mujahideen του Αφγανιστάν". Νομίζω πως ο υπεύθυνος γι' αυτό έχασε τη δουλειά του την επόμενη μέρα - ή την επόμενη ώρα, κι ότι κάτι ήθελε να πει. Νομίζω πως ήξερε ποιός ήταν ο Gust Avrakotos, χρόνια πριν τον ερμηνεύσει ο Philip Seymour Hoffman. Νομίζω πως ήθελε να πει το αυτονόητο.

Where was I on 9/11?

Already on the losing side.

Flame on.