Sunday, July 20, 2025

Schrödinger’s Whites: Η λευκότητα ως όρος υπό αίρεση και η αποικιοκρατία του αποαποικιοκρατικού λόγου

Hot take: οι λαβαροφόροι της «αποαποικιοποίησης» εκ δυσμών είναι αποικιοκράτες.

Τί εννοεί ο ποιητής; Κατά βάση το ότι αρνούνται να δουν τις διαφορετικές πρακτικές (και την εξέλιξή τους) στην από ‘δώ μεριά του Ατλαντικού, βάζοντας στον ίδιο τορβά τον Βρετανό με τον Βούλγαρο – βασισμένοι σε μια υποθετική «λευκή κουλτούρα», αγνοώντας, εν προκειμένω ας πούμε, το ότι η μεν Βρετανία ήταν κραταιά αυτοκρατορία (κι αποικιοκρατική δύναμη), ενώ το κοντινότερο claim της Βουλγαρίας σε αντίστοιχο τίτλο έφτασε βαριά τον μισό πληθυσμό της Αττικής. Παράλληλα, αμέσως μετά την πτώση της, η Βουλγαρία απορροφήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία – ενώ «αν ήταν κάποιος άλλος πιο πονηρεμένος από εμένα», θα έλεγε ότι οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα ήταν «αποαποικιοποιητικές» από τους γηγενείς πληθυσμούς κάθε περιοχής.
 
Αλλά, φευ – τέτοιες συζητήσεις τρώνε αυτόματα τη στάμπα της «λευκής υπεροχής» και, σωστά μαντέψατε, της «αποικιοκρατικής σκέψης». Προσπερνάω το ότι να συζητάμε για «λευκότητα» με την έννοια του όρου στις (ΟΚΤ)ΗΠΑ* εν Ελλάδι είναι τουλάχιστον αστείο (αλλά μάλλον θα τα πούμε άλλη φορά), και στέκομαι στο ότι ακόμα και όροι όπως BIPOC (Black, Indigenous, People of Color) έχουν αρχίσει να εμφανίζονται σε κείμενα γραμμένα στα ελληνικά για την ελληνική πραγματικότητα.
 
Ο όρος BIPOC είναι προφανώς γέννημα του γίγνεσθαι σε μια έκταση όπου οι γηγενείς πληθυσμιακές ομάδες της – πώς να το κάνουμε – δεν ήταν λευκές, ενώ το υπερατλαντικό δουλεμπόριο έφερε σ’ εκείνα τα μέρη ακόμα περισσότερη φαινοτυπική – και πολιτιστική – ποικιλομορφία (ενώ παραλείπεται συχνά το ποιοί ακριβώς πουλούσαν ανθρώπους σε Ισπανούς, Άγγλους, Πορτογάλους κλπ., αλλά – ξέρετε, για την υγρασία θα τα πούμε άλλη φορά), και ούτω καθεξής. Και ναι, συμφωνούμε στο ότι έχει δόκιμη εφαρμογή σε πρώην (και νυν) αποικίες, όπου οι ντόπιοι δεν είναι λευκοί.
 
Στην ελληνική (και γενικότερα βαλκανική) συνθήκη, η ταύτιση με τη «λευκότητα» δεν υπήρξε ποτέ δεδομένη. Ήταν και παραμένει υπό αίρεση – εξαρτώμενη από το ποιός κοιτάζει, πότε, και με ποιά ιδεολογική σκοπιμότητα. Ειδικά στη βορειοαμερικανική και βορειοευρωπαϊκή φαντασιακή, η αποδοχή των Ελλήνων, Ιταλών, Αρμενίων ή Βαλκάνιων ως «λευκών» ήταν πάντοτε ρευστή, μετεωριζόμενη μεταξύ αποδοχής και αποκλεισμού – the whole nine: φυλετικοποίηση, othering κλπ. Για αυτόν τον λόγο, προσωπικά μας αποκαλώ Schrödinger’s Whites: λευκοί και μη-λευκοί ταυτόχρονα, ανάλογα με τη γωνία παρατήρησης.
Η κατηγορία της λευκότητας δεν είναι ουδέτερη, δεν είναι ιστορικά σταθερή, ούτε και πολιτισμικά ενιαία. Μιλάμε για μια κατασκευή που λειτουργεί αποκλειστικά για τη διατήρηση ιεραρχιών – και η ένταξη σε αυτή απαιτεί συμμόρφωση, σιωπή, και αποδοχή της κυρίαρχης κοσμοθεωρίας. Όταν οι Νοτιοανατολικοί Ευρωπαίοι αποκλίνουν από αυτό το πρότυπο – όταν διεκδικούν λόγο, ιδιαιτερότητα ή (χειρότερα) πολιτισμική και πολιτική αυτενέργεια – η «λευκότητά» τους αίρεται.
 
Αυτή η συνθήκη γίνεται ακόμη πιο προβληματική όταν εισάγονται όροι όπως το BIPOC στον ελληνικό δημόσιο λόγο, χωρίς καμία αναστοχαστική προσαρμογή στο τοπικό ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο. Όχι μόνο δεν αντικατοπτρίζει την ελληνική πραγματικότητα, αλλά αποτελεί στην ουσία μια μορφή γνωσιακού ιμπεριαλισμού, κατά την οποία ο βορειοαμερικανικός αντιρατσιστικός λόγος επιβάλλεται ως καθολικός, χωρίς να αφήνει χώρο για τις πολυπλοκότητες άλλων γεωγραφιών.
 
Το οξύμωρο είναι ότι ακριβώς αυτός ο λόγος παρουσιάζεται ως «αποαποικιοκρατικός», ενώ στην ουσία λειτουργεί αποικιοκρατικά – διαγράφει την ιστορική ιδιαιτερότητα των άλλων κοινωνιών, προβάλλοντας το αμερικανικό παράδειγμα ως παγκόσμιο. Μέσω της κυριαρχίας των ΜΜΕ, της κουλτούρας των social media, αλλά και της κυριαρχίας της αγγλόφωνης ακαδημαϊκής παραγωγής, βλέπουμε μια άτυπη αλλά σαφέστατη πολιτισμική αποικιοκρατία λόγου.
 
Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού περιθωρίου, βιώνει αυτή τη διπλή αποσιώπηση – αφενός, ως μη πλήρως «λευκή» από τους φορείς της κυρίαρχης αφήγησης, και αφετέρου, ως μη αρκετά «μη λευκή» για να της αναγνωριστεί ο δικός της λόγος εντός του «BIPOC πλαισίου». Αυτή η ενδιάμεση θολή θέση είναι ουσιαστική για την κατανόηση της δομικής υποκρισίας της παγκόσμιας αντιρατσιστικής αφήγησης όταν αυτή εξάγεται άκριτα.
 
Αν θέλουμε όντως αποαποικιοποίηση, αυτή δεν μπορεί να προέλθει από την αντιγραφή ενός άλλου αφηγήματος εξουσίας. Οφείλει να ξεκινήσει από την ανάδυση τοπικών, ενσώματων, υλικών εμπειριών. Από την ίδια την «περιφέρεια», με τους δικούς της όρους. «Απ’ τον δρόμο, δρόμο – για τον δρόμο, δρόμο.»
Κι ίσως τελικά να είναι καιρός να πάψουμε να αναρωτιόμαστε αν «είμαστε λευκοί» ή «μη λευκοί» στα μάτια της Δύσης, και να αρχίσουμε να μιλάμε με τη δική μας φωνή, σε γλώσσα που δεν ζητά την έγκριση κανενός.
 
Flame on.
 
*: (Όχι Και Τοσο) Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Προφανώς.

No comments:

Post a Comment