Wednesday, July 30, 2025

Απ’ το «μονοπάτι» στην παπάτζα (κι απ' την παπάτζα στο τμήμα).

Διαβάσαμε ότι 66χρονος «προπονητής πολεμικών τεχνών» στην Αργυρούπολη συνελήφθη για σεξουαλική παρενόχληση 17χρονης μαθήτριάς του, μετά από καταγγελία της μητέρας «της οποία δυστυχώς έχαιρε απόλυτης εμπιστοσύνης», όπως γράφουν τα άρθρα στον τύπο.
 
Το θέμα είναι πολυσύνθετο, οπότε – επαναλαμβάνοντας αγαπημένη γραφικότητα από το παρελθόν – δέστε τις ζώνες σας, γιατί θα είναι λίγο bumpy ride.
 
Εν πρώτοις, έχει να κάνει με το ότι μια οικογένεια εμπιστεύτηκε, όπως πολλές άλλες, το παιδί της σε έναν άνθρωπο με πλούσιο βιογραφικό (φαινομενικά, περισσότερα πάνω σ’ αυτό παρακάτω), προκειμένου να το καθοδηγήσει σε ένα ευγενές μονοπάτι αξιών και φυσικής αγωγής – ή ό,τι άλλο φαντάζονται οι άνθρωποι ότι μπορεί να είναι οι πολεμικές τέχνες.
 
Αυτός, λοιπόν, ο τύπος εκμεταλλεύτηκε και πρόδωσε – για να χρησιμοποιήσω κι εγώ μία από τις κλισέ φράσεις (που, στην τελική, hey – ισχύει) – αυτή την εμπιστοσύνη και κατά πάσα πιθανότητα έχει σημαδέψει το κορίτσι για μια ζωή.
 
Για τους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ ήταν μάλλον αρκετά ξεκάθαρο το ποιός είναι αυτός ο «προπονητής». Άνθρωπος με δεκαετίες στον χώρο, συνεργασίες με τοπικούς φορείς και δασκάλες ιαπωνικής γλώσσας και καλλιγραφίας, διοργανωτής σεμιναρίων και ημερίδων για τον ιαπωνικό πολιτισμό, και, και, και.
 
Νομίζω πως είναι ασφαλές να πούμε ότι ο τύπος έχαιρε εκτίμησης από την τοπική κοινωνία των Νοτίων Προαστίων, αλλά και μερίδας του χώρου των πολεμικών τεχνών (κρίνοντας από τις συνεργασίες του), όπως και ορισμένων φορέων – επισήμων και μη – της μικρής ιαπωνικής κοινότητας των Αθηνών.
 
Κοιτώντας λίγο, όμως, τα όσα, εδώ και χρόνια, γράφει δημόσια ο ίδιος προκύπτουν ορισμένα ζητήματα.
Εάν κάποιος έχει ασχοληθεί λίγο με το ιστορικό κομμάτι των ιαπωνικών πολεμικών τεχνών, θα παρατηρήσει αμέσως ότι ο τύπος δεν έχει ιδέα για ποιό πράγμα μιλάει – και αν έχει, σκοπίμως παραποιεί γεγονότα.
 
Από συνδέσεις με «αρχαίο Θιβέτ» έως το ότι αποκαλεί τον εαυτό του «Ιαπωνολόγο» και μέχρι τις νεφελώδεις αναφορές σε «κατ’ αποκλειστικότητα διδασκαλία στην Ελλάδα», ενώ «φοράει» λάθος το katana στο hakama, λ.χ., το pattern είναι λίγο-πολύ αναγνωρίσιμο: φύκια για μεταξωτές κορδέλες, για να είμαι περισσότερο συγκρατημένος – παπαριές, για να είμαι περισσότερο ειλικρινής – και προφανές cult of personality, θύμα του οποίου έπεσε και το κορίτσι στο οποίο έγινε η αναφορά στην αρχή.
 
Μαζί, όμως, με τη νεαρή, «θύματα» της κατάστασης βρίσκονται να είναι και όλοι οι υπόλοιποι που στήριζαν τις δράσεις που έτρεχε μέσω του συλλόγου (ή σέκτας, πείτε το όπως θέλετε) του Shihan, όπως αυτοαποκαλείται.
 
Η πληροφορία σήμερα είναι πολύ πιο εύκολα προσβάσιμη γενικά.
Αρκετά παλιότερα, θα έπρεπε κάποιος να παραγγείλει βιβλία αναφορικά με τις πολεμικές τέχνες από το εξωτερικό προκειμένου να αποκτήσει μια πιο σφαιρική εικόνα για το θέμα από εκείνη που μπορούσε στις εν Ελλάδι σχολές.
 
Έκτοτε, έχει προκύψει το διαδίκτυο, μαζί με τις προσπάθειες καταγραφής και τεκμηρίωσης σοβαρών ανθρώπων – όπως και τις επαφές τοπικών ασκούμενων με έγκυρες γενεαλογίες συστημάτων.
Ταυτόχρονα, μαζί με την ένταση του σήματος της πληροφορίας, έχουν πληθύνει και τα παράσιτα που παρεμβάλλονται, αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο πλέον να ισχυριστεί κανείς κάτι εντελώς ανεδαφικό σε σχέση με τις τελευταίες δύο-τρεις δεκαετίες του 20ου αιώνα.
 
Είχαμε ανθρώπους στο κέντρο της Αθήνας να λένε ότι είναι Shaolin καλόγεροι στα 90s και να γίνονται εξώφυλλα σε περιοδικά του χώρου, κάτι τέτοιο θα ήταν σχεδόν απίθανο σήμερα – χωρίς, όμως, να σημαίνει ότι δεν συμβαίνει.
 
Εν προκειμένω, όταν πια, χρόνια μετά, αναπτύχθηκαν οι κινέζικες πολεμικές τέχνες, ο ντεμέκ Shaolin έκανε rebranding και το γύρισε σε νίντζα* – κι ακόμα επιβιώνει. Δεν υπάρχει κανένας στις πολεμικές τέχνες που παίρνει αυτό το άτομο στα σοβαρά, όμως.
 
Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για τους εκτός των πολεμικών τεχνών. Διαδικτυακές και τηλεοπτικές εκπομπές, όπως και φεστιβάλ, του έχουν δώσει βήμα – και η παπάτζα συνεχίζεται (albeit, οριακά πια).
 
Και ως ένα σημείο το καταλαβαίνω, γιατί το πώς φιλτράρεται η πληροφορία, όταν δεν υπάρχει έστω και βασική γνώση, είναι ένα θεματάκι (γενικότερα, αλλά θα τα πούμε άλλη φορά γι’ αυτό).
 
Το ίδιο ισχύει και για τον «Ιαπωνολόγο», λοιπόν, με τη διαφορά ότι, πέρα από ανθρώπους και φορείς εκτός μαχητικών τεχνών, ο συγκεκριμένος είχε συνεργασίες και πάρε-δώσε με άτομα που διατείνονται ότι ανήκουν στο «σοβαρό» κομμάτι του χώρου.
 
Κι αντί να του πουν, «Τι αρχαίο θιβετανικό τζούντο, βρε βλάκα», έκαναν μαθήματα στη σχολή του. Πείτε το όπως θέλετε, εγώ το λέω «συνενοχή».
 
Κι αν είναι δύσκολο, όπως είπαμε, να ισχυριστεί κάποιος κάτι για «παραδοσιακά» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) lineages πια, είναι ΠΟΛΥ εύκολο να πει ό,τι θέλει για σύγχρονα συστήματα προσωπικής έμπνευσης.
 
Don’t get me wrong, είναι απόλυτα ειλικρινές το να διδάσκει ο οποιοσδήποτε τη δική του προσωπική έκφραση πάνω στη μαχητική κινησιολογία.
Αρκεί να την παρουσιάζει ως τέτοια, κι όχι ως jūjutsu ή karate ryū – και δεν μιλάω για την Ελλάδα μόνο προφανώς, αν και εδώ μεσουρανούν αυτά τα δύο ως «βάσεις» σύγχρονων (σ.σ.: δεν είναι διόλου τυχαίο που συμπορεύονται κι ανταλλάσσουν μεταξύ τους τίτλους, βαθμούς και ζώνες άνθρωποι που «διδάσκουν» τέτοια πράγματα).
 
Οι πολεμικές τέχνες, και δη οι κλασικές, είναι δρόμος, μονοπάτι, οδός – αυτά που λένε οι εντός και οι εκτός.
Πέρα από το ότι δεν είναι μόνο αυτό (και δεν είναι άλλα τόσα που συνοδεύουν την εικόνα στο μυαλό του μέσου ανθρώπου), το μονοπάτι είναι μεγάλο, δύσκολο, με πολλές απογοητεύσεις, ακόμα περισσότερη προσπάθεια – και με διάφορα άλλα καθ’ οδόν.
 
Είναι ένας από τους δρόμους που οδηγούν σε προορισμό παρόμοιο (ή όχι και τόσο – αλλά πάλι, άλλη συζήτηση) με εκείνους των σύγχρονων πολεμικών τεχνών και των μαχητικών αθλημάτων, δρόμοι οι οποίοι είναι εξίσου δύσβατοι και με ενδεχομένως περισσότερη προσπάθεια ως προς ένα κομμάτι της πορείας.
 
Συγγνώμη που θα χαλάσω ένα από βασικά πωλησιακά μηνύματα των σχολαρχών, αλλά οι πολεμικές τέχνες, λοιπόν, δεν είναι για όλους.
 
Δεν είναι για ανθρώπους που θέλουν να δημιουργήσουν πυρήνες προσωπολατρείας, για να τους κακοποιούν και να τους εκμεταλλεύονται.
Δεν είναι για αυτούς που, αντί να μάθουν, θέλουν να διδάξουν (ειδικά πράγματα που δεν ξέρουν).
Δεν είναι για εκείνους που φωνάζουν για το πόσα έχουν (ή όχι στην πραγματικότητα) καταφέρει.
Και δεν είναι για όσους θέλουν να πάρουν κάτι από εκείνες πέρα από το πώς να φέρουν τον εαυτό τους στο καλούπι που έφτιαξαν άνθρωποι που αιώνες πριν πέθαναν, για να αφήσουν πέντε πράγματα πίσω.
 
Όσο ο ίδιος ο χώρος επιλέγει να μην μιλάει, για να μην χαλάσει δημόσιες σχέσεις ή δεν ξέρω κι εγώ τί, τόσο 17χρονα κοριτσάκια θα κινδυνεύουν από παπάρες, και τόσο θα βρίσκουν πάτημα άνθρωποι που δεν έχουν φάει (και δεν έχουν ρίξει) μισή σφαλιάρα στη ζωή τους να μιλάνε για «πλήρη συστήματα μάχης».
 
Έλα, φτάνει πια.
 
Flame on.
 
*: εντωμεταξύ, παίζει το άτομο να νομίζει ακόμα ότι δεν είχα ιδέα για το budō rekishi του (και το τί είναι γενικά), όταν έπεσε πάνω μου στην Ιαπωνία και «πληρώθηκε με το ίδιο νόμισμα».

Sunday, July 20, 2025

Schrödinger’s Whites: Η λευκότητα ως όρος υπό αίρεση και η αποικιοκρατία του αποαποικιοκρατικού λόγου

Hot take: οι λαβαροφόροι της «αποαποικιοποίησης» εκ δυσμών είναι αποικιοκράτες.

Τί εννοεί ο ποιητής; Κατά βάση το ότι αρνούνται να δουν τις διαφορετικές πρακτικές (και την εξέλιξή τους) στην από ‘δώ μεριά του Ατλαντικού, βάζοντας στον ίδιο τορβά τον Βρετανό με τον Βούλγαρο – βασισμένοι σε μια υποθετική «λευκή κουλτούρα», αγνοώντας, εν προκειμένω ας πούμε, το ότι η μεν Βρετανία ήταν κραταιά αυτοκρατορία (κι αποικιοκρατική δύναμη), ενώ το κοντινότερο claim της Βουλγαρίας σε αντίστοιχο τίτλο έφτασε βαριά τον μισό πληθυσμό της Αττικής. Παράλληλα, αμέσως μετά την πτώση της, η Βουλγαρία απορροφήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία – ενώ «αν ήταν κάποιος άλλος πιο πονηρεμένος από εμένα», θα έλεγε ότι οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα ήταν «αποαποικιοποιητικές» από τους γηγενείς πληθυσμούς κάθε περιοχής.
 
Αλλά, φευ – τέτοιες συζητήσεις τρώνε αυτόματα τη στάμπα της «λευκής υπεροχής» και, σωστά μαντέψατε, της «αποικιοκρατικής σκέψης». Προσπερνάω το ότι να συζητάμε για «λευκότητα» με την έννοια του όρου στις (ΟΚΤ)ΗΠΑ* εν Ελλάδι είναι τουλάχιστον αστείο (αλλά μάλλον θα τα πούμε άλλη φορά), και στέκομαι στο ότι ακόμα και όροι όπως BIPOC (Black, Indigenous, People of Color) έχουν αρχίσει να εμφανίζονται σε κείμενα γραμμένα στα ελληνικά για την ελληνική πραγματικότητα.
 
Ο όρος BIPOC είναι προφανώς γέννημα του γίγνεσθαι σε μια έκταση όπου οι γηγενείς πληθυσμιακές ομάδες της – πώς να το κάνουμε – δεν ήταν λευκές, ενώ το υπερατλαντικό δουλεμπόριο έφερε σ’ εκείνα τα μέρη ακόμα περισσότερη φαινοτυπική – και πολιτιστική – ποικιλομορφία (ενώ παραλείπεται συχνά το ποιοί ακριβώς πουλούσαν ανθρώπους σε Ισπανούς, Άγγλους, Πορτογάλους κλπ., αλλά – ξέρετε, για την υγρασία θα τα πούμε άλλη φορά), και ούτω καθεξής. Και ναι, συμφωνούμε στο ότι έχει δόκιμη εφαρμογή σε πρώην (και νυν) αποικίες, όπου οι ντόπιοι δεν είναι λευκοί.
 
Στην ελληνική (και γενικότερα βαλκανική) συνθήκη, η ταύτιση με τη «λευκότητα» δεν υπήρξε ποτέ δεδομένη. Ήταν και παραμένει υπό αίρεση – εξαρτώμενη από το ποιός κοιτάζει, πότε, και με ποιά ιδεολογική σκοπιμότητα. Ειδικά στη βορειοαμερικανική και βορειοευρωπαϊκή φαντασιακή, η αποδοχή των Ελλήνων, Ιταλών, Αρμενίων ή Βαλκάνιων ως «λευκών» ήταν πάντοτε ρευστή, μετεωριζόμενη μεταξύ αποδοχής και αποκλεισμού – the whole nine: φυλετικοποίηση, othering κλπ. Για αυτόν τον λόγο, προσωπικά μας αποκαλώ Schrödinger’s Whites: λευκοί και μη-λευκοί ταυτόχρονα, ανάλογα με τη γωνία παρατήρησης.
Η κατηγορία της λευκότητας δεν είναι ουδέτερη, δεν είναι ιστορικά σταθερή, ούτε και πολιτισμικά ενιαία. Μιλάμε για μια κατασκευή που λειτουργεί αποκλειστικά για τη διατήρηση ιεραρχιών – και η ένταξη σε αυτή απαιτεί συμμόρφωση, σιωπή, και αποδοχή της κυρίαρχης κοσμοθεωρίας. Όταν οι Νοτιοανατολικοί Ευρωπαίοι αποκλίνουν από αυτό το πρότυπο – όταν διεκδικούν λόγο, ιδιαιτερότητα ή (χειρότερα) πολιτισμική και πολιτική αυτενέργεια – η «λευκότητά» τους αίρεται.
 
Αυτή η συνθήκη γίνεται ακόμη πιο προβληματική όταν εισάγονται όροι όπως το BIPOC στον ελληνικό δημόσιο λόγο, χωρίς καμία αναστοχαστική προσαρμογή στο τοπικό ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο. Όχι μόνο δεν αντικατοπτρίζει την ελληνική πραγματικότητα, αλλά αποτελεί στην ουσία μια μορφή γνωσιακού ιμπεριαλισμού, κατά την οποία ο βορειοαμερικανικός αντιρατσιστικός λόγος επιβάλλεται ως καθολικός, χωρίς να αφήνει χώρο για τις πολυπλοκότητες άλλων γεωγραφιών.
 
Το οξύμωρο είναι ότι ακριβώς αυτός ο λόγος παρουσιάζεται ως «αποαποικιοκρατικός», ενώ στην ουσία λειτουργεί αποικιοκρατικά – διαγράφει την ιστορική ιδιαιτερότητα των άλλων κοινωνιών, προβάλλοντας το αμερικανικό παράδειγμα ως παγκόσμιο. Μέσω της κυριαρχίας των ΜΜΕ, της κουλτούρας των social media, αλλά και της κυριαρχίας της αγγλόφωνης ακαδημαϊκής παραγωγής, βλέπουμε μια άτυπη αλλά σαφέστατη πολιτισμική αποικιοκρατία λόγου.
 
Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού περιθωρίου, βιώνει αυτή τη διπλή αποσιώπηση – αφενός, ως μη πλήρως «λευκή» από τους φορείς της κυρίαρχης αφήγησης, και αφετέρου, ως μη αρκετά «μη λευκή» για να της αναγνωριστεί ο δικός της λόγος εντός του «BIPOC πλαισίου». Αυτή η ενδιάμεση θολή θέση είναι ουσιαστική για την κατανόηση της δομικής υποκρισίας της παγκόσμιας αντιρατσιστικής αφήγησης όταν αυτή εξάγεται άκριτα.
 
Αν θέλουμε όντως αποαποικιοποίηση, αυτή δεν μπορεί να προέλθει από την αντιγραφή ενός άλλου αφηγήματος εξουσίας. Οφείλει να ξεκινήσει από την ανάδυση τοπικών, ενσώματων, υλικών εμπειριών. Από την ίδια την «περιφέρεια», με τους δικούς της όρους. «Απ’ τον δρόμο, δρόμο – για τον δρόμο, δρόμο.»
Κι ίσως τελικά να είναι καιρός να πάψουμε να αναρωτιόμαστε αν «είμαστε λευκοί» ή «μη λευκοί» στα μάτια της Δύσης, και να αρχίσουμε να μιλάμε με τη δική μας φωνή, σε γλώσσα που δεν ζητά την έγκριση κανενός.
 
Flame on.
 
*: (Όχι Και Τοσο) Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Προφανώς.